κομψοτέχνης

κομψοτέχνης
ο
αυτός που κατασκευάζει κομψοτεχνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης, καλλι-τέχνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κομψοτεχνία — η η τέχνη τής κατασκευής κομψοτεχνημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κομψοτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κομψοτέχνη ή στην κομψοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοτέχνης ή κομψοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”